- μικκύλιο
- τοβλ. μικήλλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικήλλιο — και μικήλλο και μικκύλιο ή μικκύλο, το χημ. συσσωμάτωμα πολύ μικρών διαστάσεων αποτελούμενο από μερικές δεκάδες έως εκατοντάδες άτομα, ιόντα, ή μόρια, χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους … Dictionary of Greek